Περιγραφή :

Έχει μήκος 80-93 εκ., άνοιγμα φτερούγων 120 - 135 εκ. και βάρος 1.300-1.400 γρ. το αρσενικό και 1.130 γρ. το θηλυκό. Αναγνωρίζεται εύκολα από το λευκό φτέρωμα καθώς και από το ράμφος του που είναι μαύρο, μακρύ και πλατύ σε σχήμα σπάτουλας.

Τροφικές Συνήθειες :

Τρέφεται κυρίως με ψάρια, αμφίβια, καρκινοειδή, έντομα, υδρόβια τρωκτικά, σκουλήκια, μαλάκια και νεοσσούς πτηνών. Η λεία του συνήθως περιορίζεται σε είδη που βρίσκονται στην επιφάνεια του νερού ή σε αβαθείς θέσεις, γιατί η σύλληψη τους γίνεται με την εμβύθιση μόνο του ράμφους και όχι ολόκληρου του κεφαλιού και του λαιμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα είδη ψαριών πού ζουν κοντά στον πυθμένα και συνήθως σε βαθιά νερά να μην αποτελούν μέρος του διαιτολογίου της. Οι ημερήσιες τροφικές της απαιτήσεις φθάνουν τα 330-500 γρ.

Ενδιαίτημα & σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες :

Ζει σε εκτεταμένους ρηχούς (έως 30 εκ.) υγρότοπους με γλυκό υφάλμυρο ή αλμυρό νερό και λασπώδη ή αμμώδη πυθμένα, λίμνες, ποτάμια ή βάλτους με πυκνή βλάστηση. Φωλιάζει κατά προτίμηση σε πυκνούς καλαμιώνες αλλά και σε δέντρα (Salix sp.) σε ύψος 5 μ. από το έδαφος ή σε μεγάλους θάμνους, σε μικτές αποικίες με ερωδιούς. Σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες για το είδος στην Ήπειρο έχουν οριστεί οι ΖΕΠ στον Αμβρακικό κόλπο, στη λιμνοθάλασσα Κατάφουρκο και Κορακονήσια στα οποία είναι και είδος χαρακτηρισμού.

Κυριότερες απειλές & κίνδυνοι :

Η συρρίκνωση και αλλοίωση των υγροτόπων γλυκού νερού, εποχικών ή μόνιμων αποτελεί βασική απειλή για το είδος. Η όχληση στα ενδιαιτήματα τροφοληψίας που προκαλείται από την ανθρώπινη παρουσία ή την παρουσία οικόσιτων ζώων. Η ρύπανση των υδάτινων φορέων με χλωριωμένους υδρογονάνθρακες.